BALKANI
   English   Български
ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ - ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΓΚΡΟΖΝΤΕΒ

ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΓΚΡΟΖΝΤΕΒ




ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ




Μετάφραση από τα βουλγάρικα:

ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ





Η λέξη «πλιάτσικο» έχει αιώνια χρήση και βαθιές ρίζες. Το νόημα της είναι το ίδιο σε όλους τους βαλκανικούς λαούς. Και κατά κάποιον τρόπο τους φέρνει πιο κοντά.
«Πλιάτσικο» σημαίνει:
- «χτύπημα», «πληγή», «απώλεια»,
- αρπαγή ή απαγωγή σε καιρό πολέμου,
- κάτι που αποκτάμε με κλοπή,
- ζώο που το έχει επιτεθεί άνθρωπος
- ζώο που το κυνηγάει άλλο ζώο
- κάτι που παίρνουμε φθηνά, χωρίς κόπο.
Η βάση της προέρχεται από το «πιέζω», «συμπιέζω», «επιτίθεμαι ξαφνικά και ύπουλα ». Οι λατινικές ερμηνείες της λέξης παραπέμπουν στην «αιχμαλωσία», «πανώλη», «χολέρα», «θράσος», «να βγάλεις την ψυχή κάποιου», «λοιμός».
Έχει και δεύτερη πιο στενή σημασία της λέξης – με την έννοια του «ρούχου». Το μοναδικό που φοράμε στην πλάτη μας κι αυτό που μας έχουν αρπάξει είναι το ίδιο.





1.


«Όποιος φοβάται τις αρκούδες να μην μπαίνει στο δάσος.» Με αυτήν την παροιμία ο Χάντερ υποδέχεται την κυρία από την Αμερική. Η Μαίρη είναι στο παρατηρητήριο. Το φεγγάρι κρύβει το πρόσωπό του πίσω απ’ τα ξεθωριασμένα σύννεφα. Έχουν στήσει ενέδρα για αρκούδα.
Η Μαίρη άθελά ακουμπάει το γόνατό της στο δικό του. Αυτός χαμογελάει. Η Μαίρη βγάζει το κυνηγητικό της τζάκετ. Κάνει ζέστη. Σκίζει το εισιτήριο επιστροφής για την Αμερική. (Και να μην είναι αλήθεια, ας μείνει έτσι για να μην χαθεί το αμερικάνικο όνειρο.)
Το παρατηρητήριο είναι φτιαγμένο γερά, με δοκάρια από πεύκο. Έχει μόνωση και γυάλινη πόρτα για να μην μπαίνουν νυφίτσες κι άλλα μικρά ζωάκια. Ο χώρος είναι εμποτισμένος με άρωμα ρετσινιού, καπνού, μπαρουτιού κι αμερικάνικης ορμόνης. Μυρίζει πραγματική ζωή. Λαιφ αγορασμένη για λίγο έναντι καλής πληρωμής. Ταπεινό εισιτήριο για άφιξη στο άγριο και πραγματικό εσώψυχο μας. Η Μαίρη έχει έρθει κι άλλες φορές! Και θα ξανάρθει ακόμη πολλές φορές.
Αποφεύγει τους αδύναμους που αναζητούν στη Μαίρη τα ομοιώματα των μαμάδων τους. Τρέμουν σαν τους αρουραίους για τα λεφτά. Ή, για την υγεία τους. Η Μαίρη μισεί τους ανθρώπους που δεν μπορούν να χάνουν. Πολλοί θα ήθελαν να την έχουν. Δεν τους επιτρέπει να νομίζουν, πως όλα είναι εφικτά. Της αρέσουν οι μη συμφέρουσες συναλλαγές. Διψάει για ζωή. Που να ‘ναι ο άντρας που θα της επιστρέψει την απεραντοσύνη του κόσμου, που θα την βγάλει έξω απ’ τους λαβύρινθους; Τον αναζητάει ενστικτωδώς.
Ο Χάντερ ο σιωπηλός κυνηγός την ελκύει. Συνέχεια βρίσκεται σε επαφή μαζί του. Δεν χρειάζεται να του εξηγεί τίποτα. Είναι σαν το σκύλο. Όλα τα καταλαβαίνει και πάντα βρίσκεται εκεί που πρέπει. Δεν γίνεται φορτικός. Εκπέμπει φυσικότητα, σιγουριά και ηρεμία. Ό, τι λέει το κάνει. Δεν δικαιολογείται. Και δεν κάθεται να λυπάται τον εαυτό του, λες του ανήκει ο κόσμος όλος.
Οι καρδιές λιώνουν απ’ το ρακί του Χάντερ κι απ’ το ευωδιαστό κατσαμάκι. Πέρα από το ρέμα, εκεί στην πλαγιά, δίπλα στο δάσος έχουν ρίξει σαν δόλωμα σιτάρι και κριθάρι. Τα αγριογούρουνα έρχονται τακτικά. Κάθε χειμώνα στο λευκό ξέφωτο σκοτώνουν πέντε - έξι με χαυλιόδοντες άξιους για τρόπαια. Το βουνό προσφέρει.
Τα σκυλιά είναι δεμένα. Οι κουρτίνες τραβηγμένες. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Όλοι λουφάζουν. Έρχεται η ώρα να σωπάσουν. Οι κουβέντες δεν έχουν τελειωμό.
Από το παράθυρο – πολεμίστρα ο Χανς παρακολουθεί με τα κιάλια. Κοιτάει και μέσα από τη δίοπτρα της καραμπίνας. Απόψε, απ’ τα μητρώα της ζωής θα διαγραφεί ακόμα ένας κάπρος` αρσενικό έτοιμο να γονιμοποιήσεί.
Εμφανίζεται η κηλίδα. Κινείται πότε μπρος, πότε πίσω. Αφουγκράζεται. Μυρίζει τον αέρα και αρχίζει να τρώει. Κάτω απ’ το φεγγάρι και τα σύννεφα, η κηλίδα φαίνεται σαν χνούδι από σκοτεινή ύλη. Σαν εκείνους τους γαλαξίες από την κοιλάδα Γκαμ, που βρίσκονται σε απόσταση δύο χιλιάδες έτη φωτός από μας. Σκέψου ξαφνικά να ορμήξει μέσα από τις σκιές του δάσους ο βιβλικός, μυθικός κάπρος.
Μα, κι ο Χανς είναι αταβιστικό ζώο. Αραδιάζει τα φυσίγγια στο γεμιστήρα προσεχτικά με συγκρατημένη την ανάσα.
Ο προβολέας λούζει το ξέφωτο που φαίνεται σαν γυμνό. Το αγριογούρουνο σηκώνει τη μουσούδα του. Είναι με το μέτωπο προς τον κρυψώνα του Γερμανού. Καθόλου εύκολο σαν στόχος. Ανοιγοκλείνει τα μάτια και κοιτάει αμήχανα. Σαν κάτι να ψάχνει. Το εκπλήσσει ο φωτεινός κύκλος πέρα από το ρέμα, που του μοιάζει με διαστημικό πιάτο. Μπας και ήρθαν οι εξωγήινοι πρόγονοι για να το πάρουν μαζί τους; Το προσκλητήριο τους έρχεται καταπάνω του. Ανοίγει στην ωμοπλάτη του τη δική του μαύρη τρύπα απ’ όπου θα ξεπεταχτεί, αν δε βυθιστεί μέσα της η ψυχή του κάπρου.
Ήδη σπαρταράει στην ανηφόρα κλοτσώντας τη γη. Άτιμο σημείο! Του την είχανε στημένη! Πεθαίνει με τη γλώσσα δαγκωμένη. Το αίμα κυλάει αργά κάτω απ’ το τρίχωμα. Το απορροφάει η γη. Αφήνει τον κωδικό του πριν αναχωρήσει μπροστά σε τόσους μάρτυρες. Σε μια στιγμή ο κάπρος εκσπερματώνει. Μόνο η φύση μπορεί να διανοηθεί κάτι τέτοιο. Μέσα στο θάνατο να σου έρθει οργασμός. Και τότε, ακόμα και το σπέρμα απορροφάει.
Ο Χάντερ συγχαίρει τον κυνηγό. Συνήθως, επαναλαμβάνει τη βολή ένα δευτερόλεπτο αργότερα. Αν το γουρούνι δεν έχει πέσει με την πρώτη, να πέσει με τη δεύτερη. Αλλά τώρα δεν το κάνει. Δεν θέλει να πάρει το κυνήγι του Χανς. Είναι σίγουρος γι’ αυτόν. Οι άντρες έχουν μαζευτεί έξω. Είναι περίεργοι σαν παιδιά. Καλή βολή. Με χειρουργική ακρίβεια. Στο κυνήγι με μεγάλα θηράματα το ζώο ανήκει σ’ αυτόν που ρίχνει πρώτος.
Ο προβολέας χάνεται. Φαίνεται πάλι το κυνηγητικό καταφύγιο. Μερικά δωμάτια για τους επισκέπτες. Μεγάλη αίθουσα με τζάκι. Συνηθισμένη όψη – καπνοδόχος, φιλήσυχα παράθυρα. Σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Τα ζώα είναι εδώ στο σπίτι τους. Οι άνθρωποι είναι παρείσακτοι. Το δάσος τινάζει από πάνω του τον απόηχο του πυροβολισμού. Δεκάδες ζωντανά κι άγρια μάτια με τις ώρες θα επαγρυπνούνε μετά το συμβάν. Θα κοιτάζουν γύρω, γύρω. Το κοπάδι του κάπρου δύσκολα θα ξανάρθει. Δεν είναι θέμα συναισθηματισμού. Θα μπορούσαν να φάνε και δίπλα στο πτώμα του. Μόνο σε μας τους ανθρώπους αρέσει να ποζάρουμε. Να παριστάνουμε τους κακόμοιρους ή τους ήρωες. Ο θάνατος μοιάζει με σοφή επιστροφή στον χώρο όπου ήμασταν πριν γεννηθούμε. Τα αγριογούρουνα το ξέρουν καλύτερα από μας. Απλώς, βρίσκονται σε επαγρύπνηση, καθώς τα αναστατώνουν οι μυρωδιές που έχουνε ξεμείνει.
Μετά τα μεσάνυχτα θα ξανάρθουν. Ο Αχμέτ έχει ρίξει σπόρους. Είναι πολύ πιο νόστιμοι από τις ρίζες. Αν ο άνθρωπος του Χάντερ ξεχάσει την τροφή τους, θα πρέπει να τριγυρνάνε τριάντα χιλιόμετρα. Τόση είναι η απόσταση που διασχίζουν μέσα σε μια νύχτα.



Από το σώμα του κάπρου αναδύεται ατμός αίματος. Ξαφνικά γρυλίζει, τη στιγμή που του πιάνουν το πόδι.
Τον τραβούσαν.
Ο κάπρος κλότσησε και πήδηξε όρθιος. Ζαλίστηκε. Τα πρώτα του βήματα ήταν αβέβαια και μετά άρχισε να τρέχει. Δεν είχαν πάρει την καραμπίνα. Βγήκαν μόνο με τα πουκάμισα, ζεσταμένοι και χαρούμενοι. Τους ξέφυγε κάτω απ’ τη μύτη. Κι όμως, έπρεπε ο Χάντερ να επαναλάβει τη βολή. Τώρα ήταν υποχρεωμένος να βρει το τραυματισμένο ζώο. Όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα.
Ο Χάντερ βρέθηκε να δουλεύει στο εκτροφείο, επειδή τον προκάτοχό του τον είχε ξεκοιλιάσει αγριόχοιρός. Αρκετοί αρνήθηκαν το διορισμό σ’ ένα μέρος ξεχασμένο κι απ’ τον Θεό. Ο Χάντερ όμως, ήρθε εθελοντικά. Η Αρχυρό, τότε μόλις τον είχε εγκαταλείψει και μήνες μετά η κόρη τους η Αναστασία είχε εξαφανιστεί.
Στους θάμνους, γύρω απ’ το ρέμα ακούγονται σκυλήσια ουρλιαχτά. Ο κάπρος απαντάει κοφτά κι εχθρικά. Το αίμα του τον πνίγει. Μια βροντή ξυπνάει το φεγγάρι καθώς το αρσενικό οργώνει με τους χαυλιόδοντες το χιόνι. Γλιστράει προς τον Χάντερ. Ο άνθρωπος δεν κουνιέται. Από την κάνη της καραμπίνας βγαίνει καπνός με οσμή μπαρουτιού. Το σκυλί αιμόφυρτο σπαρταράει, έχοντας δαγκώσει το αυτί του αγριογούρουνου. Αλλά δεν μπορεί να το κόψει. Ο Χάντερ του φωνάζει: «Άσε!». Το σκυλί υπακούει και πέφτει ανάσκελα. Το παίρνει στην αγκαλιά του σαν μωρό. Πίσω του, σέρνουνε το τρόπαιο του Χανς. Ο κάπρος γρυλίζει που και που, ενώ το σκυλί αλαφιάζεται μέσα στα χέρια του Χάντερ τρομαγμένο από τους ρόγχους.

Ο Χανς φιλοσοφεί: Αφού άρχισαν να φτιάχνουν τους δρόμους, πάει να πει πως το κράτος συνέρχεται. Το πολύ σε δεκαπέντε – είκοσι χρόνια θα είστε εντάξει.
Ο Χανς αγαπάει τις γυναίκες. Ξέρει να τις περιποιείται, ιδιαίτερα μετά το κυνήγι. Σπεύδει να επιβεβαιώσει τον ανδρισμό του και μ’ αυτόν τον τρόπο. Όσο για τις κυρίες, για τα λεφτά τον ακολουθούν υπάκουα.
Μια φορά έτυχε να σπάσει το κρεβάτι. Μετά παρήγγειλε σιδερένιο. ΄Έφερε και καθρέφτες για τους τοίχους και το ταβάνι. Για να καμαρώνει τον εαυτό του την ώρα του σεξ. Ο Αχμέτ κι ο Ντάντσο κουβάλαγαν τους συσκευασμένους καθρέφτες στην πλάτη και έσπασαν έναν, μέχρι να φτάσουν στο μικρό καταφύγιο. Από εκεί και πέρα είναι τα λημέρια των αρκούδων.
Ο Χάντερ κι ο Χανς ψιλοκουβεντιάζουν δίπλα στο τζάκι. Ο Χανς είναι κατηγορηματικός, ο πραγματικός άντρας τουλάχιστον μια φορά το μήνα μεθάει μέχρι να πέσει αναίσθητος. Μα, αυτό είναι ρώσικο έθιμο! γελάει ο Χάντερ, που αποφεύγει το ποτό μετά την εξαφάνιση της Αναστασίας.
Ο Χανς ρωτάει: «Πόσες φορές πια, μίστερ Χάντερ, επισκευάζετε την ηλεκτρική σας σκούπα «Ρακέτα»; Γιατί δεν αγοράζετε καινούργια;»
Αγκαλιάζονται και τραγουδάνε:

Αν θέλεις να ‘σαι σύζυγος σωστός
Στο θέμα της τιμής σου σεβαστός
Μην δίνεις σημασία τι σου λένε –
Γυναίκα πάρε απ’ το Κρουσοβένε

Το πάθος του ξένου για τη σκοποβολή κάνει τον Χάντερ να χαμογελάει. Ούτε που υποψιάζεται, ότι ο Χανς ονειρεύεται να τον ξεπεράσει, να είναι ο πιο σπουδαίος εραστής και κυνηγός. Γι αυτό καταβάλει τρομερές προσπάθειες.



Το μονοπάτι προς την καρδιά του βουνού είναι στενό κι απόκρημνο. Αν γλιστρήσεις δε γλιτώνεις. Το δάσος είναι βαμμένο με ζεστά χρώματα. Το φθινόπωρο αναπολεί το πράσινο καλοκαίρι. Στο χώρο αιωρούνται ιστοί αράχνης, που σαν να παγιδεύουν την θλίψη που αναδύεται.
Αν ο Χάντερ ήταν ζώο δε θα μπορούσαν ποτέ να το σκοτώσουν. («Χάντερ» είναι το παρατσούκλι του κυνηγού, που του έχουν δώσει οι ξένοι – δικοί του φίλοι και πελάτες. Hunter – κυνηγός, hunt – κυνηγώ.) Είναι επιφυλακτικός στους συνηθισμένους δρόμους. Αλλάζει ξαφνικά την πορεία. Ξεγλιστράει.
Από το εκτροφείο έρχεται η μεγάλη είδηση. Οι φυλλάδες πεινάνε κι ελπίζουν να βγάλουν κάτι. Με όλα τα μέσα και με κάθε τίμημα προσπαθούν να επιβιώσουν, να επιμηκύνουν την εφήμερη ζωή τους. Όταν κανείς τις διαβάζει καταλαβαίνει – η ζωή μας είναι αγγελτήριο θανάτου γραμμένο από λωποδύτες.


Ο Χάντερ είναι πέρα, στα βουνά σκεπασμένος με σιωπή. Το κυνήγι των ανθρώπων έχει τους αυστηρούς του κανόνες, όπως και το κυνήγι των θηραμάτων. Ο Χάντερ είναι άνθρωπος του ρίσκου. Πολλές φορές τον έχουν πυροβολήσει, πολλές φορές τον έχουν σκοτώσει. Δεν γίνεται να τον πιάσουν οι δειλοί διψασμένοι για αίμα. Ας τον βρουν πρώτα και μετά ας κάνουν την υπεράνθρωπη πορεία του. Τότε μόνο να τον φτάσουν. Και τέλος - να τον πετύχουν με τη δίοπτρά τους στην πρώτη σελίδα. Μοναδικός ζωντανός ανάμεσα σε καταδικασμένους. Ένα σπάνιο κυνηγητικό τρόπαιο! Το κεφάλι του είναι απαραίτητο για διακόσμηση, μα και για επιβεβαίωση – ότι κανείς δεν θα γλιτώσει.

Οι πλαγιές των βουνών είναι γαλανές μέχρι των ορίζοντα. Όταν αυτές οι πλαγιές ήταν γυμνές ο Χάντερ έφερνε με τα χέρια χώμα και ρίζες. Για να υπάρχει το δάσος, για να έχει το δικό του τίμιο ψωμί.
Μπορείς να σκοτώνεις. Μπορείς και να δημιουργείς. Είσαι ελεύθερος να επιλέγεις το ένα απ’ τα δύο. Εξαρτάται με τι εξαγοράζεις το μέλλον. Σε τέτοια διάσταση του χρόνου βυθίζεται ο Κυνηγός των στιγμών. Πώς να τη διασχίσει; Είναι οπλισμένος κι επικίνδυνος. Είναι είδος προς εξαφάνιση.
Κυνήγι ελαφιών, πολλά ελάφια, αγριογούρουνα, αρκούδες, λύκοι, ελαφίνες, ζαρκάδια… Πόσες εκπλήξεις έχει ζήσει πια ο Χάντερ; Ελάφι που το είχαν πετύχει ξεψύχησε κατά την διάρκεια του άλματός του. Τέσσερις αρκούδες τους ξάφνιασαν την ώρα που παραφυλάγανε για αγριογούρουνα. Η μια έπεσε πάνω στον Βίλχελμ. Από το στρες η αρκούδα χέστηκε πρώτη, λίγο πριν το κάνει κι ο κυνηγός. Ο γερμανός έριξε με το όπλο, που το είχε αγκαλιά μέσα στον ύπνο του.
Οι λόφοι κυματίζουν και σαν θάλασσα απομακρύνουν τον ορίζοντα. Μήπως, ο τόπος αυτός, είναι που λένε: «πέρα απ’ τα εννιά βουνά στο δέκατο»; Κάπου εκεί, στο άγνωστο, υπάρχει ερημωμένο χωριό με δύο κατοίκους. Μέσα σε πέτρινο σπίτι μια αρκούδα σκοτώνει πρόβατα. Την άνοιξη οι άρχοντες των βουνών ξετρελαίνονται από την πείνα. Βόσκουν γερά. Μόνο με χόρτα όμως, δεν αντέχουν. Το μαγικό τους λίπος έχει πια λιώσει. Έχει επιβιώσει η αρκούδα κι έχει αποθηλάσει τα μικρά της.
Το ποταμάκι σέρνεται. Κάτω απ’ τις πέτρες κρύβεται πέστροφα. Φράζεις το νερό, σηκώνεις και μαζεύεις. Οι ντόπιοι κάτοικοι κάπως έτσι επιβιώνουν μόνο με ψάρι, πατάτες και πρόβατα. Εδώ έρχεται συχνά ο τραπεζίτης Χανς από το Μόναχο. Φωτογραφίζει τα δέντρα, τον ουρανό, τα λουλούδια, τα πέτρινα σπίτια, τις πλαγιές. Τους θηροφύλακες που ανάβουν φωτιές στο χιόνι. Έχει αφήσει λεύκωμα με ζωγραφιές λαγών και αρκούδων. Τις έχει ζωγραφίσει την ώρα που ξεκουραζότανε δίπλα στο τζάκι και ρουφούσε ρακί. Αν αμφιβάλετε για το βαθμό οινοπνεύματος– ο θηροφύλακας, ο Αχμέτ φέρνει το σπιρτόμετρο. Για το παράνομο ποτό δεν πρέπει να μιλάς ή να γράφεις. Με την ίδια λογική βγαίνει, πως η ζωή σου δεν είχε νόημα, αν δεν έχεις περιπλανηθεί στα βουνά.


Το ξέφωτο είναι επικίνδυνο, μα όχι πάντα και για όλους. Είναι σωτήριο στις χειμερινές νύκτες. Δεν είναι τυφλός άρπαγας σαν τον λύκο που ένα θα φάει και δέκα θα πνίξει. Η παιδική θνησιμότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους λόφους κι αυτές τις ρεματιές, φτάνει τα ενενήντα πέντε τις εκατό. Γι αυτό κι ο σπόρος του αρσενικού έχει διαστημική σημασία. Ο πολιτισμός σκοτώνει τα ένστικτα του ανθρώπου και τον διαφθείρει. Ο Χάντερ δεν καταλαβαίνει. Οι διωγμοί δεν εξαφάνισαν τον λύκο. Αυτός όμως, αφάνισε τα νεογνά. Αγέλες αδέσποτων σκύλων σκοτώνουν κατ επάγγελμα, εκπαιδευμένα από τα μέχρι χθες αφεντικά τους.
Ο άνθρωπος θέλει να βοηθήσει, να αλλάξει, να τακτοποιήσει. Ο νους είναι φτιαγμένος για να ψάχνει την τάξη στο Σύμπαν, την αρμονία μέσα στην αταξία και το χάος. Τι αυτοπεποίθηση – να πιστεύεις πως κυριαρχείς πάνω στην εντροπία της ύπαρξης. Ωραίος, μα ίσως καταδικασμένος πόθος.


Ένας τεράστιος λύκος ξεφεύγει από τον Βίλχελμ. Ο Κοκκινομάλλης λύκος αποκρίνεται: «Αου- ου- ου!» Κι ο Χάντερ επίσης. Σε λίγο ξανά ο λύκος: «Αού- ου- ου!» Διακρίνεται ανάμεσα στα δέντρα – το θηρίο πλησιάζει. Ο αφηρημένος Βίλχελμ σαν να μετράει τα βουνά. Ο Χάντερ σωπαίνει. Ο Βίλχελμ αποκοιμιέται. Μοιάζει με μανεκέν από περιοδικό για κυνηγούς – από τις μπότες – μέχρι το καπέλο με το φτερό και την σούπερ δίοπτρα. Το κεφάλι του Κοκκινομάλλη προβάλει κοντά. Ο Βίλχελμ ξαφνιάζεται. Ο Κοκκινομάλλης γυρνάει και προτάσσει τα στήθη του. Κάποιος ουρλιάζει. Σίγουρα είναι η λύκαινα που έχει χαθεί από προσώπου γης την προηγούμενη εβδομάδα. Η καραμπίνα το Βίλχελμ ξερνάει φωτιά και πέφτουν σπασμένα κλαριά.
Το Σύμπαν δεν τον θέλει σήμερα τον Κοκκινομάλλη. Χάνεται με την σκέψη για την λύκαινα που τον καλεί και μπορεί πάλι να τον καλέσει. Τώρα ίσως να κρύβεται από τα δίποδα. Ο Κοκκινομάλλης όμως, στάθηκε θαρραλέα. Δεν δείλιασε. Παρόλο που είδε τον άλλον με το φτερό, περίμενε μέχρι το τέλος την αγαπημένη του. Δεν έκλεισε τα μάτια μπροστά στον θάνατο. Μετά, όταν έφευγε ένιωσε ανάλαφρος. Ο Βίλχελμ πυροβολούσε πίσω του, μέχρι να αδειάσει ο γεμιστήρας.
Σίγουρα η λύκαινα από κάπου τον βλέπει. Θα κατέβει στον Κοκκινομάλλη μαζί με το πρώτο χιόνι. Αύριο θα χιονίσει, θα χιονίσει… Ο Κοκκινομάλλης θα βυθιστεί στα σοφά της μάτια.
Ο Χάντερ τραντάζεται από τα γέλια: «Ρε, εμείς αυτόν τον λύκο τον έχουμε για εκπαιδευτικό. Και στον Ντάντσο μπροστά βγήκε, και στον Αχμέτ. Προσπαθούμε να τον ξεγελάσουμε. Έρχεται και τον χάνουμε.» Ο ξένος αντιλαμβάνεται κάτι από την ανάλυση. Χαμογελάει ένοχα. Δεν είχαν προγραμματίσει για λύκο. Περιμένανε αγριογούρουνο. Αν σκοτώσεις λύκο και τα δισέγγονα σου θα καμαρώνουν μπροστά στην φωτογραφία σου.


Η Μαίρη δεν θέλει να κατέβει απ’ το παρατηρητήριο. Ποια είναι τα πιο ελεύθερα πλάσματα στη γη; - ρωτάει ο Χάντερ. Η κατσίκα του δασοφύλακα και η γυναίκα του κυνηγού. Η πρώτη βόσκει όπου της αρέσει. Η δεύτερη κάνει ότι της καπνίσει όταν λείπει ο κυνηγός. Όταν χαλαρώσει από το απαλό ρακί ο Χάντερ κοκορεύεται. Ο κουρασμένος κυνηγός είναι καλύτερος στον έρωτα από δέκα μπαρμπέρηδες. Και γιατί ακριβώς μπαρμπέρηδες; Γιατί είναι ξεκούραστοι, όλο στην ίδια θέση κάθονται. Δεν τριγυρνάνε μέρα νύχτα.


…Μόλις που προλαβαίνει να συνέρθει η Αμερικάνα, έτσι που ενθουσιασμένη και ζεσταμένη κοίταξε τυχαία απ’ το παρατηρητήριο. Η αρκούδα ήταν ήδη στο ρέμα. Καθόταν σαν ηλίθια και τους χάζευε. Από τον φόβο της η Μαίρη ξεφώνησε. Για να την προλάβουν ο Χάντερ έβγαλε την καραμπίνα απ’ το παράθυρο. Ο Αρκούδος δεν είχε χρόνο για να ποζάρει. Με ένα «Φου!» το έσκασε. Ενοχλημένος, ο Χάντερ δάγκωσε το μουστάκι του. Έσπρωξε το παραθυράκι. Τόσο πελώριος και με φαρδιές πλάτες, το κεφάλι του να ακουμπάει στο ταβάνι. Κοίταξε ένοχα τη Μαίρη. Αυτή ξεφύσησε με τη σειρά της. Χώθηκε κάτω από τον αγκώνα του. Ο Χάντερ δεν κατάλαβε καλά αν ήταν μομφή, ή αγκαλιά.
- Είδες! Μας ξέφυγε η αρκούδα! της είπε ένοχα.


Ο Χάντερ συχνά βγαίνει τις νύχτες όταν δεν έχει πελάτες. Μήπως ψάχνεις την κατσίκα σου; - τον πειράζουν την άλλη μέρα. Δεν ανταποκρίνεται στο αστείο. Αποφεύγει να απαντήσει και κοιτάζει στη γη. Φεύγει χωρίς να πει που πάει και πότε θα γυρίσει. Που τριγυρνάει και γιατί; Κι ο σκύλος του σωπαίνει.
Αργά τη νύχτα είδε φως. Τρεμόσβηνε στην πτυχή του μακρινού λόφου. Μέχρι πρόσφατα εκεί ήταν μουσείο ανταρτών. Στο ίδιο ρέμα ακριβώς, τουφέκισαν τον ίδιο αριθμό «εχθρών του λαού»
Τώρα είναι βάση για εμπόριο λευκής σαρκός. Αρχηγός τους είναι κάποιος Ζλάτιος που τον φωνάζουν Όφη. Απαγάγει κορίτσια προκαλώντας τον τρόμο σε γονείς και συγγενείς και πουλάει τη σάρκα στα ξένα μέρη.
Ο Χάντερ γνωρίζει τον θρύλο. Περιγράφει τον Όφη σαν μάγο κι όχι σαν απαγωγέα. Είναι γέννημα θρέμμα φιδιών. Τα ερπετά κατοικούν στις ρίζες των αιωνόβιων δρυών, δίπλα σε αγιασμένα χώματα ή σε ιερά. Αυτός που κόβει τέτοιο δέντρο, θεωρείται καταραμένος. Ο Όφης αποκαλύπτεται μόνο μπροστά στην κοπελιά που του αρέσει. Μερικές φορές, αυτή γίνεται γυναίκα του.
Δεν είναι αρραβωνιαστικιές οι κοπέλες του Ζλάτιου μα, τα θύματα του.


Ο Χάντερ είναι ανάμεσα στα αμπέλια δίπλα στο δρόμο. Του αρέσει το κυνήγι στον κάμπο. Αλλάζει τα αντανακλαστικά και την ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό το κυνήγι πυροβολείς περισσότερο. Πάλι είναι με ξένους μέσα σε χωράφια με ηλιόσπορο και καλαμπόκι. Δίπλα υπάρχει φράγμα με πάπιες. Υπάρχουν και στάβλοι. Το περίεργο είναι πως τα κεραμίδια τους δεν έχουν πέσει ακόμα. Περνάνε σμήνη από πέρδικες. Προσέχει ένα λαγό, μια αλεπού. Ακούγονται και χήνες ψηλά πάνω στο δρόμο. Και κάτι που δεν μπορείς να το δεις στις ειδήσεις – γεράκι να πιάνει σπουργίτι.
Τα χόρτα είναι βρεγμένα, κίτρινα. Τα φύλα των αμπελιών με χρώμα χαλκού. Βρίσκει κάποια τσαμπιά, παρατημένη σειρά με πιπεριές, καρπούζι, μικρό όσο η γροθιά του ανθρώπου. Τα πουλιά ήδη το έχουν τσιμπολογήσει. Από μέσα όμως είναι ροζ και γλυκαίνει τον Χάντερ. Και κόκκινα φρούτα άγριας τριανταφυλλιάς όσα θέλεις.
Μια πέρδικα στριφογυρνάει σαν τρυπάνι προς τα πάνω. Η σφαίρα την έχει βρει στο κεφάλι και μετά πέφτει ανάμεσα στους θάμνους. Ένα αργοπορημένο ορτύκι γίνεται πειρασμός για τους κυνηγούς. Για τις πέρδικες είναι ευκαιρία να γλιτώσουν. Ο λαγός ανασηκώνει με τις κορυφές των αυτιών του τα αγριόχορτα που έχουνε λουφάξει. Μια πέρδικα πέφτει με όμορφη παραβολή. Τα σκυλιά έχουν λυσσάξει να τη βρουν, αλλά η πέρδικα είναι άφαντη.
Μια άλλη πέρδικα τον τρομάζει. Το μεγάλο σμήνος από πέρδικες γυρνάει δίπλα στα αυτοκίνητα. Το αρσενικό έχει παχύνει κι αυτό είναι αποφασιστικό για τη μοίρα του. Μένει τελευταίο στην απογείωση και τα σκάγια το βρίσκουν στον όμορφο λαιμό του και στο στήθος.
Βρέχει ψιλή, διεισδυτική βροχή. Κομμάτια λάσπη κολλάνε στις μπότες και το περπάτημα είναι δύσκολο. Οι κυνηγοί είναι μούσκεμα. Ο Χάντερ περπατάει σκυφτός και σκεφτικός. Ο ουρανός είναι γκρίζος και κρύος.
Πώς, αν δεν είσαι Θεός, να πλάσεις από τη λάσπη και το νερό, το ον που θα υψώσει τη ματιά του προς τις ουράνιες ρίζες μας;…
Κυνηγέ, των στιγμών, εσύ δεν ξέρεις. Η περιέργεια οδηγεί στην παγίδα. Αυτή παραμονεύει τον άνθρωπο που δεν έχει ευκαιρία να γλιτώσει μα, ούτε και δρόμο για να γυρίσει πίσω. Μόνο ο Αλλάχ, σύμφωνα με την παροιμία της Ανατολής, είναι εύσπλαχνος. Όταν βρισκόμαστε στο κυνήγι – σταματάει να μετράει τις μέρες μας.
Υπάρχουν και λαβωμένες πέρδικες. Αυτές καλπάζουν ανάμεσα στα αποκεφαλισμένα από την κομπίνα ηλιοτρόπια. Βιάζονται να βυθιστούν στα χόρτα της λήθης. Να κουρνιάσουν στο άγριο είναι τους. Ο Χάντερ κλοτσάει γύρω, μα αυτές λουφάζουν σαν έμμονες σκέψεις, σαν τους άγριους πόθους που βιώνουμε πραγματικούς ή όχι μέσα στον ύπνο μας. Κολλάνε με άχυρα, νερό, λάσπη, σάλιο το σπασμένο από τα σκάγια φτερό. Το σφραγίζουν με ήχους μέσα στις νύχτες που έπονται – μακριές, κρύες, χειμερινές. Για να γλιτώσουν στο σκοτάδι, για να γλιτώσουν στο φως, από το τσακάλι, την αλεπού, την αγριόγατα, τα περιπλανώμενα σκυλιά… Ίσως στην επόμενη κυνηγητική περίοδος κάποιος να τις πετύχει ξανά. Αυτές θα κατρακυλήσουν υποταγμένες στη τσάντα του. Ο κυνηγός με θαυμασμό θα κουνάει το κεφάλι. Υποταγμένος με τη σειρά του στον απαραβίαστο νόμο της φύσης: Κάθε ζωντανό πλάσμα να βασίζεται στον εαυτό του και μόνο στον εαυτό του!


Ο Χάντερ έχει ταξιδέψει χιλιόμετρα μέχρι εδώ, κόντρα στα κύματα της χιονοθύελλας. Του κρύβανε την ομιχλώδη και παγωμένη πλαγιά. Στις ζεστές στράτες τις πόλης τον είχε σταματήσει περιπολικό. Στις τέσσερις τα χαράματα κυκλοφορούν μεθυσμένοι. Τον βάλανε να φυσήξει το μπαλονάκι. Απογοητευμένος από την αποτυχημένη ενέδρα ο λοχίας του ευχήθηκε καλό κυνήγι. Ο μακρύς και ύπουλος δρόμος είναι άδειος. Το χιόνι έχει αποχωρίσει πίσω από την πλαγιά. Στον κάμπο ψεκάζει η βροχή. Τα απέναντι φώτα κουβαλάνε λάχανο και καρότα. Ένα φορτηγό με πλατφόρμα γεμάτη κολοκύθες έχει πάθει ζημιά. Στο γυρισμό θα το ξανασυναντήσει. Μόνο αυτές και οι δικές μας κολοκύθες είναι στο δρόμο. Το τζιπ του Χάντερ πιστά απωθεί τα χιλιόμετρα πίσω απ’ την πλάτη του. Φτάνουν, μερικά λεπτά πριν από την ώρα τους. Το σημείο είναι συμβολικό. Το εστιατόριο λέγεται «Ευρώπη». Βρίσκεται στην αιώνια οδό Ανατολής – Δύσης. Στην ουσία είναι σκέπαστρο με μερικά τραπέζια.


Μετά το κυνήγι της πέρδικας είχαν σταματήσει τάχα για λίγο κάτω από μια κληματαριά. Όπως ήταν βρεγμένοι και με τις λάσπες, οι ξένοι βρέθηκαν στη χωριάτικη αυλή. Κοιτούσαν γύρω τους ευγενικά. Ο οικοδεσπότης γρήγορα κατέβασε το γυλιό του. Έτρεξε στο υπόγειο. Το κρασί ήταν παλιό. Γλιστρούσε. Αδειάζανε τις κανάτες με το κουνελήσιο αίμα. Ο σπιτονοικοκύρης έβγαζε το κεφάλι του από την αποθήκη και πρόσφερε την μια κανάτα μετά την άλλη. Έτσι έμειναν μέχρι το τέλος όρθιοι, σαν να είχαν σταματήσει τάχα για λίγο.
Πόσες ώρες άραγε είχαν περάσει. Πού είχαν ξεχαστεί χωρίς να το καταλάβουν; Κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης σήκωσε τα χέρια. «Άδειάσε το βαρέλι!» Τους οδήγησε πίσω με το τζιπ του Χάντερ. Όλο του επαναλάμβανε: «Είσαι μεθυσμένος, είσαι μεθυσμένος!» Μάλιστα ρίξανε μπαλοτιές για τους αρραβώνες της γειτόνισσας.
Όλοι τους ήταν με ροζ μάγουλα και χιονισμένα μαλλιά. Και μέχρι σήμερα ο Χάντερ δεν θυμάται καθαρά το χιόνι, το βαρέλι, τις μπαλοτιές. Του έχει μείνει μόνο η αίσθηση για την κούραση και για το μαγεμένο ύπνο. Για τη μικρής διάρκειας μακαριότητα, ανάμεσα στην ύπαρξη και στην ανυπαρξία. Εκεί, που δεν ξέρεις που βρίσκεται ακριβώς. Κι όμως θέλεις να επιστρέψεις ξανά – ακριβώς εσύ, ακριβώς εκεί.


Ο Θεός φυλάει τις λουφαγμένες καρδιές των περδικιών μέσα σε μυστικά χόρτα, μέχρι την επόμενη τους συνάντηση με τον Χάντερ. Ζωηρές και γρήγορες – ξαφνικές σκέψεις που αλαφιάζουν τις κάνες. Έχει καταπιεί το άγχος του και σημαδεύει με ψυχρό μάτι. ΟΙ πέρδικες απομακρύνονται με τα γρήγορα φτερά τους. Φεύγουν, κάτω από εκείνο τον ουρανό, σε εκείνο το νερό και τη λάσπη - με το προαίσθημα για το ατελείωτο λευκό, για το χιόνι, για κάτι απρόσμενο κι ωραίο που θα έρθει.
Την άνοιξη, μια ελαφίνα γέννησε μέσα στα ψηλά χορτάρια του νεκροταφείου. Ο Χάντερ την παρακολουθούσε. Κοιτούσε πίσω από την βυθιζόμενη σκιά της. Είδε τους πέτρινους σταυρούς. Άλλος κόσμος σε άλλη, απροσπέλαστη διάσταση.
Με τι, άραγε, εμείς οι άνθρωποι είμαστε κάτι περισσότερο από αυτή την ελαφίνα; Το ωραίο της άλμα αύριο θα στέψει το κυνήγι του ξένου. Και πάλι, και παντού οι τρελαμένες ρίζες. Πλέκουν τα πόδια και τραβάνε. Έκρηξη των αγριόχορτων. Σ’ αυτά χάνεσαι, σε αυτά βυθίζεσαι. Η άγρια ομορφιά είναι προς πώληση. Οι πόρτες των σπιτιών είναι ξεκλείδωτες. Στην κρεμάστρα του διαδρόμου, κρέμονται ρούχα. Το νοικοκυριό υπάρχει και η εστία του φούρνου χάσκει. Στην παλιά στάχτη φαίνονται πατημασιές από ποντίκια που έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν λύκοι, τσακάλια, αλεπούδες κι ένα αγριογούρουνο. Αυτό που και που κοιμάται στο σχολείο. Στις ζέστες, ο αρκούδος «Φου» το διώχνει με τις κλοτσιές.
Η κραυγή του άγριου ξυπνάει τον Μιχάλ τον Λευκό και τον Ένιο το Νταούλι. Δεν μιλιούνται εδώ και χρόνια. Οι δύο κάτοικοι του εγκαταλειμμένου χωριού.
Με το γυλιό στον ώμο πηγαίνουν χειμώνα καλοκαίρι στο διπλανό χωριό – για ψωμί. Ο καθένας απ’ δικό του δρόμο. Ο Χάντερ ακολουθεί την αρκούδα και παρατηρεί. Ο Μιχάλ κι ο Ένιο κρυφοκοιτάζουν απ’ τα παράθυρά τους, όταν ακούγονται πυροβολισμοί στο σκοτεινό δάσος - εκεί, στα ψηλά. Σηκώνουν σαγόνια προς τον ουρανό. Μετά ελέγχουν αν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Οπλίζουν τα δίκαννα.
Μόνο μια φορά ο Χάντερ κατέβηκε στο χωριό. Ανάμεσα στις πλάκες του καλντεριμιού φύτρωνε χόρτο που έφτανε ως τη μέση. Τα σπίτια είναι διώροφα, τα ντουβάρια πέτρινα. Σε μερικούς στάβλους ακόμα υπάρχει σανό – μουχλιασμένο.
Ο Χάντερ ακούει να κουδουνίζει τζάμι. Πιάνει ανθρώπινο μουγκρητό:
«Εδώ δεν έχεις δουλειά! Η δική σου δουλειά είναι στο δάσος!»
Ο Χάντερ καταλαβαίνει. Ακούγεται η ασφάλεια καραμπίνας. Το δίκαννο είναι έτοιμο, οπλισμένο.
Έκτοτε παρατηρεί από τον λόφο. Η σιλουέτα του μοιάζει με φάντασμα Σαν κάποιος να έχει κατέβει από τον ουρανό. Κι έχει σταματήσει στο λόφο. Ή σαν να επιστρέφει ξανά, εκεί που πρωτοεμφανίστηκε. Σαν να μην υπήρχε ποτέ.
Ήθελε να ρωτήσει για το όνομα του χωριού. Τι σόι άνθρωποι ήταν οι δυο γέροι. Οι τελευταίοι μάλλον, από έναν χαμένο κόσμο.. Κάποτε οι συγχωριανοί τους, μετατρέψανε τη εκκλησία σε χοιροστάσιο… Ποιος θα κάθεται τώρα να του εξηγεί…
Σ’ αυτά τα μέρη πάντα είχε τι να παζαρέψεις. Ξυλεία, μελίσσια, κάθε είδος ζώα. Σταματούσαν μπροστά στο χάνι της πόλης. Για να φαίνονται πλούσιοι δένανε μεγάλη τάγιστρα κάτω απ τα κεφάλια των αλόγων τους. Μετά καμαρώνανε φιλόδοξα. Μερικοί τους υποψιάζονταν. Βγαίνανε απ’ το χάνι τάχα για την ανάγκη τους και ρίχνανε μια ματιά κάτω απ’ τις μουσούδες των αλόγων. Από τους άδειους τορβάδες βγήκε και η ονομασία του χωριού. Και πάλι εκεί, μέσα στους άδειους τορβάδες ο χρόνος γονιμοποιούσε το μέλλον. Τους ρωτάγανε: Κι εσείς είστε από τον τορβά με τα ψέματα;
Κάποτε, στο γυρισμό του από το χάνι, ο Ένιο το Νταούλι, ταξίδεψε με μία κοπέλα. Οι γεροντότεροι δεν προλάβανε να την προειδοποιήσουν, ή δεν τόλμησαν να της το πουν. Συνέβη πάνω στο κάρο, πάνω στο άδειο δερμάτινο σακί. Περνούσαν μέσα από το ανήλιο ρέμα, όπου τώρα ο Χάντερ στήνει σανίδια με καρφιά για τα λάστιχα των λαθροκυνηγών.
Φαινόταν εύκολη υπόθεση και περίπου νόμιμη. Το κορίτσι ήταν γειτονοπούλα. Ο Ένιο την κάλεσε μαζί του για να μη κουράζεται να περπατάει με τα πόδια απ’ την πόλη. Ήταν σχεδόν όσο κι η κόρη του. Το Νταούλι σκεφτόταν πως δεν θα του έφερνε αντίσταση μια που ήταν τόσο χαρούμενη κι αφελής. Θα την ξεπέταγε στα γρήγορα.
Ο Ένιο είχε αυτή τη συνήθεια, να παραφυλάει τις γυναίκες όταν επιστρέφανε μόνες από το χωράφι, με την τσάπα στον ώμο και την άσπρη μαντίλα κατεβασμένη ως τα μάτια. Τις παραμόνευε. Μέχρι που να καταλάβουν, τις έριχνε κάτω. Για πολλά χρόνια ήταν κοινοτάρχης. Σε ποιον θα κάνανε παράπονα; Μήπως, δεν φταίγανε οι ίδιες αφού είχαν πέσει ανάσκελα; Πρόσεχε μόνο να μην επαναλαμβάνονται τα θύματα. Είχε τις αρχές του.
Εκεί, στο δάσος με τους αιωνόβιους γίγαντες, συνάντησε την κοπέλα κι ο Μιχάλ ο Λευκός. Τώρα εκεί είναι φίσκα από βαλανίδια κι αγριογούρουνα. Όπως καθόταν με το κοπάδι του, είδε την άσπρη της πουκαμίσα να ανηφορίζει προς την κορυφή. Η Στάνα πέρασε το σκοινί από κλωνάρι. Την έπνιγε η ντροπή. Η θηλιά αγκάλιαζε τον τρυφερό της λαιμό. Ο Μιχάλ ο Λευκός την ξάφνιασε. Την απελευθέρωσε από το σκοινί. Την πείρε στα χέρια και της είπε:
«Όχι! Ότι κι αν έχει συμβεί, ότι κι αν έχει συμβεί….»
Η Στάνα ένιωθε την ανάγκη να εξομολογηθεί, μήπως και λυτρωθεί. Από τότε ο Μιχάλ ο Λευκός σταμάτησε να πηγαίνει στην ταβέρνα. Πρόσεχε να μην μεθύσει. Μήπως και ξεφύγει το μυστικό απ’ τη λυμένη του γλώσσα.
Την παρακάλεσε κι αυτή δέχτηκε να του γίνει γυναίκα.
Το μυστικό έμεινε σαν καύκαλο σκεπασμένο από τα παλιά φύλλα. Σαν να μην υπήρχε. Ήταν όμως ζωντανό. Η καρδιά του χτύπαγε μέσα στα χρόνια.
Πόσες φορές ο Μιχάλ ο Λευκός ήθελε να τουφεκίσει τον Νταούλι!
Μήπως είχε έρθει πια η ώρα της πληρωμής; Κανείς δεν θα το καταλάβαινε. Εκείνο το σκοινί κρεμιόταν πάνω στο φαρδύ δοκάρι του στάβλου. Είχε βυθιστεί στη σκόνη του χρόνου. Ήταν το σκοινί του Ένιου. Από το δικό του κάρο το είχε πάρει η γυναίκα.
Τα παιδιά και τα εγγόνια τους είχαν μεγαλώσει. Είχαν χαθεί στις πόλεις ή στη ξενιτιά. Κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για τορβάδες με παλιά ψέματα.
Μια χειμωνιάτικη νύχτα ο Λευκός πέταξε το σκοινί μπροστά στην πόρτα του Ένιο. Το πρωί το άγριο σκυλί του Ένιου, που έπνιγε ακόμη και λύκους – ο Γκορμπατσόβ, ούρλιαζε όπως ουρλιάζουν τα σκυλιά όταν κάποιος έχει πεθάνει. Το αφεντικό του είχε απαγχονιστεί. Το άκουσε ο Χάντερ και κατέβηκε με το τζιπ. Πρόσεχε να μην πέσει στα καρφιά που ο ίδιος είχε βάλει για τους άλλους. Ο Χάντερ πέρασε πλάι στον γέρο, χωρίς να τον προσέξει. Ο άνθρωπος παρίστανε πως μελετάει ίχνη ζώου, σκυμμένος πάνω απ’ το δικό του ίσκιο.


Η ελαφίνα βόσκει ήρεμα. Το φεγγάρι ξασπρίζει το σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα και το χωράφι με τα θηράματα κοιμάται δίπλα στο δάσος.
Ο καθαρός ουρανός κουδουνίζει πάνω στα στάχυα της βρόμης. Βατράχια πηδάνε πάνω στο μαύρο δρόμο. Τα στήθη τους φουσκώνουν αστεία. Ανοίγουν άτσαλα τα μακριά τους ποδάρια. Μια πασχαλίτσα κοιμάται κάτω από φύλο βατομουριάς. Ονειρεύεται τη δροσοσταλίδα όπου αύριο θα καθρεφτίζεται.
Ο μαύρος, στριφτός δρόμος μουγκρίζει στις στροφές. Σιγά, σιγά ηρεμεί. Το πρωινό πάντα προβάλει μετά την ζάλη του ύπνου.
Φτερουγίζουν πέρδικες. Ηχούν κουδούνες. Τα φτερά ακούγονται μακριά.
Με κάθε θόρυβο η ελαφίνα σηκώνει το κεφάλι. Αφουγκράζεται. Κοιτάζει γύρω. Είναι πιστή στο ένστικτό της να προβλέπει και να προφυλάσσεται. Βόσκει ήρεμα, μα τα μάτια της αρχίζουν να φέγγουν. Τα λούζουν ακτίνες από φώτα.
Η ελαφίνα στέκει ανήσυχη. Τραβιέται πίσω. Κουνάει τα αφτιά. Το εκτυφλωτικό λευκό απλώνεται μπροστά της. Αισθάνεται μυρωδιά βενζίνης.
Ο κινητήρας μουρμουρίζει μονότονα. Το ζώο παγώνει, ακινητοποιημένο από το φως. Ακούγονται βρισιές. Καταλαβαίνουν πως έχουν πατήσει τις πρόκες του Χάντερ.
Το δάσος ακόμη δεν έχει κοιμηθεί τον βαθύ του ύπνο. Η Ελαφίνα το διασχίζει σχεδόν πετώντας. Σταματάει για λίγο σε κάτι κλαριά. Αφουγκράζεται στους χτύπους της καρδιάς της και στους ανθρώπινους ήχους που σιγοσβήνουν.
Είναι έμπειρη. Έχει επιβιώσει και σε άλλες ενέδρες. Τολμάει να γεννήσει στο παλιό νεκροταφείο. Να ζήσει εκεί. Ανάμεσα στα σκοτεινά χόρτα, τα πορτρέτα από πορσελάνη ασπρίζουν σαν οστά. Πρόσωπα γερόντων, νεαρής γυναίκας, παιδιού, άντρα με μουστάκια. Εδώ και χρόνια δεν περνάει κανείς. Ακόμα και κυνηγός δεν έχει περάσει πολύ καιρό.
Η ελαφίνα χάνεται στο κοιμητήριο. Το μικρό της την περιμένει. Εδώ βρίσκει τρυφερό χορτάρι. Η βρόμη, το γαλακτώδες καλαμπόκι, το σιτάρι, δίνουν περισσότερη δύναμη, μα είναι σε επικίνδυνα κι απόμακρα μέρη.
Το μικρό κουρνιάζει δίπλα της και κοιμάται τον πιο γλυκό του ύπνο. Πόσα θέλει μια μάνα; Τροφή για να κατεβάσει γάλα κι ένα δύσβατο κρησφύγετο. Και λίγη ζεστασιά κάτω απ’ τα αστέρια για να χαλαρώσει και να χαρεί τη στιγμή.
...

 Книгите на издателство БАЛКАНИ може да закупите тук.

:: нагоре :: назад :: начало :: 
(c) 2002-2024 BALKANI, created by ABC Design & Communication